κορεσθείς

κορεσθείς
κορέννυμι
satiate
aor part pass masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… …   Dictionary of Greek

  • λυαίος — λυαῑος, αία, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Μεγάλης Μητρός) αυτός που απαλλάσσει από τα βάσανα, που λυτρώνει, ελευθερωτικός, λυτρωτικός («κακῶν λυαία», Τιμόθ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λυαῑος προσωνυμία τού Διονύσου, ο οποίος έλυνε τα δεσμά τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”